DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
apporto m
gen. συμβολή
apporto v
fin. μετοχή έναντι εισφοράς σε είδος; μετοχή αμοιβής; μετοχή σε αντάλλαγμα εισφοράς
law, market. εισφορά; εταιρική εισφορά; τοποθετήσεις σε τίτλους
apporti v
el. αθροιστική ροή; εισροές; ολική παροχή
apportare v
gen. φέρνω
apporto
: 104 phrases in 18 subjects
Commerce1
Communications1
Construction1
Economics3
Environment5
Finances11
General1
Industry1
Labor law1
Law13
Life sciences3
Marketing2
Materials science5
Medical7
Metallurgy44
Pharmacy and pharmacology1
Taxes1
Transport3