![]() |
appoggi | |
chem. el. | υποστηρίγματα |
appoggiare | |
gen. | στηρίζω |
appoggio | |
construct. | βάθρο; στήριξη |
pendolare | |
transp. | εργαζόμενος που μετακινείται καθημερινώς από και προς τον τόπο εργασίας |
| |||
στήριγμα; υποστήριγμα ίγματος | |||
| |||
βάθρο; στήριξη | |||
υποστήριγμα | |||
| |||
στηρίζω | |||
| |||
υποστηρίγματα |
appoggio pendolare : 159 phrases in 21 subjects |