![]() |
| |||
αποσύνδεση; διακοπή | |||
άνοιγμα της κυψέλης; είσοδος; επιστόμιο; οπή | |||
οχετός | |||
άνοιγμα κεραίας; επιφάνεια ακτινοβολίας κεραίας; στόμιο κεραίας | |||
απόζευξη | |||
θυρίδα | |||
κοίλωμα | |||
οπτικό άνοιγμα | |||
εύρος | |||
είσοδος ιχθυοπαγίδας; στόμιο διχτυού τράτας | |||
άνοιγμα | |||
Άνοιγμα | |||
είσοδος; στόμιο (orificium, ostium); άνοιγμα (orificium, ostium); οπή (orificium, ostium); τρήμα (orificium, ostium); όστιο (orificium, ostium) | |||
γωνία με κυκλικό τόξο; άνοιγμα με κυκλικό τόξο | |||
άφεση; απαγκίστρωση; απασφάλιση; διάσταση ανοίγματος | |||
| |||
ανοίγματα |
apertura : 200 phrase in 25 subjects |