DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
amitosi adj.
med. αμίτωση; άμεση πυρηνική διαίρεση; αμιτωτική πυρηνική διαίρεση; ολόσχιση; αμιτωτική διαίρεση κυττάρου; σχιζογονία