DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
altari m
transp., construct. αναβαθμοί; βαθμίδες f
altare m
relig. Αγία Τράπεζα (ara); βωμός m (ara)
transp., mech.eng. βωμός εστίας καύσης; μπαξάκι