DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
aderente m
gen. συμφυτικός
med. προσκολλημένος; κολλώδης; συγκολλητικός; βλεννώδης; συνεκτικός
aderente v
med. επαυξημένος
aderire v
law προσχωρώ; συγκατατίθεμαι; δίνω τη συγκατάθεσή μου; συναινώ
aderente
: 23 phrases in 11 subjects
Agriculture1
General4
Insurance1
Labor law1
Law1
Mathematics1
Medical5
Natural sciences4
Statistics2
Textile industry1
Transport2