DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
acuto adj.
commun. διαπεραστικός
med. οξύς; αιχμηρός; έντονος; σφοδρός; δυνατός; διαξιφιστικός
acuto
: 341 phrases in 7 subjects
Agriculture5
Communications1
Environment2
General5
Health care18
Life sciences1
Medical309