DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
actinomicosi adj.
health., nat.res. ακτινομύκωση
med. ακτινομυκητίαση; ακτινομύκωση
nat.sc., agric. ακτινομυκητίαση (nosogenum:Actinomyces eigneri(Fungus), actinomycosis)