DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
acceleratore m
el. επιταχυντήρας f; επιταχυντής
environ., agric. επιταχυντικό m; επιταχυντικό ανάφλεξης
med. επιταχυντής; επιταχυντικό νεύρο της καρδιάς
transp. γκάζι; επιταχυντής αυτοκινήτου
acceleratore
: 34 phrases in 9 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Earth sciences1
Economics2
Electronics1
Mechanic engineering4
Medical15
Microsoft4
Transport4