DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
aborto m
gen. έκτρωση; διακοπή κύησης; διακοπή της κύησης
econ. άμβλωση
IT αποβολή; ματαίωση
med. αυτόματη έκτρωση; φυσική αποβολή; αποβολή; άμβλωση; διακοπή κύησης; τεχνητή έκτρωση; έκτρωμα; αυτόματος έκτρωση (abortus); αυτόματος εκβολή (abortus); προκληθείσα έκτρωσις; τεχνητή εκβολή
abortire v
med. αμβλώνω άμβλωσα; αποβάλλω απέβαλα; αποβεβλημένος; αποβάλλω; διακόπτω; ματαιώνω; ρίπτω; αποβολή
aborto: 49 phrases in 2 subjects
Health care1
Medical48