DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Tappo m
commer. Πώμα εισχώρησης
tappo m
chem. έμφραγμα f
coal., met. κάλυμμα στομίου πληρώσεως
construct. πωμάτωση μέσω μάζας σκυροδέματος
earth.sc., mech.eng. αρσενική τάπα; αρσενικό πώμα
environ. πώμα φιάλης
industr., construct., met. πυρίμαχο κινητού φράγματος
IT, dat.proc. βύσμα συνέχειας
mater.sc. βύσμα; τάπα m
mech.eng. βρύση m; κάνουλα f; κρουνός m
med. έμβολο m; πώμα f
met. πώμα f; βούλωμα; έμφραξη; στόπερ κεφαλής
tappodi sughero m
met. πώμα f
tappare v
agric., mater.sc. πωματίζω
mater.sc. πωματισμός
Tappo
: 23 phrases in 11 subjects
Agriculture5
Chemistry3
Coal1
Earth sciences2
Industry2
Life sciences1
Materials science3
Mechanic engineering1
Medical3
Metallurgy1
Municipal planning1