DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
Disattivazione m
chem. αποενεργοποίηση
disattivazione m
chem., el. απενεργοποίηση καταλύτη
commun. απενεργοποίηση
mech.eng. καθήλωση σε θέση εκτός λειτουργίας; καθήλωση σε κατάσταση εκτός λειτουργίας; καθηλωμένο ανοικτό
tech., law, nucl.pow. οριστική θέση εκτός λειτουργίας
tech., nucl.phys. αποξήλωση των πυρηνικών εγκαταστάσεων; παροπλισμός των πυρηνικών εγκαταστάσεων
Disattivazione
: 18 phrases in 6 subjects
Communications5
Earth sciences1
Economics1
Electronics3
Information technology7
Transport1