DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
deposito m
agric. δεξαμενή
comp., MS κατάθεση Context-dependent
Deposito v
chem. αποθέτω
deposito v
gen. αποθήκη; Αποθήκη; αποθήκευση
agric. ίζημα; ντεπόζιτοκν.; ίχνος σταγονιδίου; σημείο απόθεσης σταγονιδίου
commer., fin., account. προκαταβολή
comp., MS κατάθεση
earth.sc. απόθεσις; ιζηματαπόθεσις; ιζηματογένεσις; προσχωματικό υλικό
environ. κατακρήμνισμα
environ., agric. καντίνα; πρατήριο
environ., el. για εναπόθεση
fin. επιχείρηση διανομής που διαθέτει την απαιτούμενη επαγγελματική εξειδίκευση
food.ind. κάβα; κελλάρι; οιναποθήκη
life.sc. έδαφος προερχόμενον εκ μεταφοράς
mater.sc. αποθήκη συντήρησης
mater.sc., construct. υπόστεγο αποθήκευσης
med. κατάθεσις; συσσώρευσις; χώρος αποθήκευσης; απόθεμα
transp., construct. αμαξοστάσιο; ντεπώ
depositi v
account. καταθέσεις
mech.eng. επικαθίσεις
tech. ίζημα; εναπόθεση
depositare v
gen. καταθέτω
IT εμφυτεύω
mater.sc. αποθηκεύω
deposito processo v
environ. αποθήκευση
deposito di residui v
environ. Χώρος εναπόθεσης/αποθήκη
Deposito
: 563 phrases in 41 subjects
Accounting7
Agriculture36
Banking3
Chemistry22
Coal4
Communications6
Construction1
Customs2
Earth sciences28
Economy24
Electronics4
Energy industry4
Environment43
Finances120
Food industry1
General26
Health care3
Industry5
Information technology3
Insurance5
International trade3
Investment2
Labor law1
Law32
Life sciences11
Marketing10
Materials science5
Mechanic engineering9
Medical35
Metallurgy14
Microsoft1
Municipal planning1
Natural sciences9
Nuclear physics10
Patents6
Pharmacy and pharmacology4
Politics5
Taxes5
Technology1
Transport48
Work flow4