DictionaryForumContacts

   Russian
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
протокол nstresses
environ. πρωτόκολλο (1. Оригинал проекта документа. 2. Международное соглашение менее формального характера, чем договор. Часто используется для изменения положений договора)
stat. πρωτόκολλο
протокол PPPoE n
comp., MS πρωτόκολλο από σημείο σε σημείο για δίκτυο Ethernet
протокол IGMP n
comp., MS πρωτόκολλο IGMP
протокол WebDAV n
comp., MS πρωτόκολλο κατανεμημένης σύνταξης και διαχείρισης εκδόσεων στο Web
протокол IGMP n
comp., MS πρωτόκολλο Internet Group Management
протокол WebDAV n
comp., MS πρωτόκολλο κατανεμημένης σύνταξης και διαχείρισης εκδόσεων που παρέχεται μέσω World Wide Web; πρωτόκολλο κατανεμημένης σύνταξης και διαχείρισης εκδόσεων που παρέχεται μέσω Web
протокол PPPoE n
comp., MS πρωτόκολλο PPPoE
протокол LCP n
comp., MS πρωτόκολλο ελέγχου σύνδεσης
протокол LDAP n
comp., MS ελαφρύ πρωτόκολλο πρόσβασης καταλόγου
протокол IMAP n
comp., MS πρωτόκολλο πρόσβασης μηνυμάτων Internet
протокол HTTP n
comp., MS πρωτόκολλο μεταφοράς υπερκειμένου
протокол WEP n
comp., MS εμπιστευτικότητα αντίστοιχη με ενσύρματο δίκτυο
протокол SIP n
comp., MS πρωτόκολλο προετοιμασίας περιόδου λειτουργίας
протокол ICMP n
comp., MS πρωτόκολλο μηνυμάτων ελέγχου Internet
протокол PPTP n
comp., MS πρωτόκολλο διοχέτευσης από σημείο σε σημείο
протокол NetBEUI n
comp., MS NetBIOS Enhanced User Interface
протокол SNMP n
comp., MS απλό πρωτόκολλο διαχείρισης δικτύου
протокол SMTP n
comp., MS απλό πρωτόκολλο μεταφοράς ταχυδρομείου
протокол SPAP n
comp., MS πρωτόκολλο ασφαλούς ελέγχου ταυτότητας με κωδικό πρόσβασης
протокол ARP n
comp., MS πρωτόκολλο επίλυσης διευθύνσεων
протокол VoIP n
comp., MS Φωνή μέσω IP
протокол IKE n
comp., MS Ανταλλαγή κλειδιών Internet
протокол DRT n
comp., MS πρωτόκολλο DRT
протокол WebSocket n
comp., MS πρωτόκολλο WebSocket
протокол FTP n
comp., MS πρωτόκολλο μεταφοράς αρχείων
протокол PPP n
comp., MS πρωτόκολλο από σημείο σε σημείο
протокол RIP n
comp., MS πρωτόκολλο RIP
протокол TLS n
comp., MS ασφάλεια επιπέδου μεταφοράς
протокол DHCP n
comp., MS πρωτόκολλο δυναμικής ρύθμισης παραμέτρων κεντρικών υπολογιστών
протокол RADIUS n
comp., MS Υπηρεσία απομακρυσμένου ελέγχου ταυτότητας χρηστών εισερχόμενων κλήσεων
протокол NNTP n
comp., MS Πρωτόκολλο μεταφοράς ειδήσεων δικτύου
протокол PXE n
comp., MS πρωτόκολλο PXE
протокол IPX n
comp., MS ανταλλαγή πακέτου διαδικτύωσης
протокол PNRP n
comp., MS Πρωτόκολλο επίλυσης ονομάτων ομότιμων οντοτήτων
протокол WAP n
comp., MS πρωτόκολλο ασύρματων εφαρμογών
протокол IP n
comp., MS πρωτόκολλο Internet
протокол VoIP, VoIP n
comp., MS φωνή μέσω πρωτοκόλλου Internet
протокол PCT n
comp., MS Τεχνολογία προσωπικών επικοινωνιών; Τεχνολογία ιδιωτικών επικοινωνιών
 Russian thesaurus
протокол n
gen. 1) официальный документ, в котором фиксируются какие-либо фактические обстоятельства ход собрания, процессуальные или следственные действия, судебное заседание.

2) В международном праве: протокол договорный - официальный документ, чаще всего приложение к основному договору Большой Энциклопедический словарь ; протокол дипломатический - общепринятые правила и традиции, соблюдаемые в международном общении порядок нанесения визитов глав государств, правительств, формы проведения встреч, бесед. Большой Энциклопедический словарь

data.prot. Согласованная процедура передачи данных между различными объектами вычислительной системы (обычно употребляется в сочетании ISO protocol - протокол Международной организации по стандартизации)
протокол: 17 phrases in 1 subject
Microsoft17