DictionaryForumContacts

   Bulgarian
Google | Forvo | +
to phrases
факторинг form.
commer., fin., account. "φάκτορινγκ"; πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων; πρακτόρευση; χρηματοδότηση με εκχώρηση τίτλων
факторинг
: 5 phrases in 1 subject
Commerce5