DictionaryForumContacts

   Polish
Google | Forvo | +
to phrases
zły adj.
gen. κακή; κακός; λανθασμένη; λανθασμένο; λανθασμένος; οργισμένη; οργισμένο; οργισμένος
niezły adj.
gen. καλούτσικη; καλούτσικο; καλούτσικος
zły
: 5 phrases in 5 subjects
Chemistry1
Economics1
Forestry1
General1
Microsoft1