DictionaryForumContacts

   Polish
Google | Forvo | +
to phrases
wiek emerytalny
demogr., sec.sys., lab.law. ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό οικονομικό βίο; ηλικία συνταξιοδοτήσεως; ηλικία συνταξιοδότησης; όριο ηλικίας συνταξιοδότησης
wiek emerytalny
: 1 phrase in 1 subject
Finances1