DictionaryForumContacts

   Polish
Google | Forvo | +
to phrases
aborcja f
gen. έκτρωση; τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης; τεχνητή διακοπή της κύησης
econ. άμβλωση
aborcja
: 2 phrases in 1 subject
Economics2