DictionaryForumContacts

   Polish
Google | Forvo | +
to phrases
żarnik n
el. λευκοπυρωτικό νημάτιο; νήμα; νημάτιο λάμπας λευκοπυρρώσεως; λαμπτήρας νήματος; λαμπτήρας πυράκτωσης; λαμπτήρας πυρακτώσεως; λυχνία πυράκτωσης; σωλήνας πυράκτωσης
żarnik
: 1 phrase in 1 subject
Transport1