DictionaryForumContacts

   Romanian
Google | Forvo | +
to phrases
stoc n
econ. απόθεμα
min.prod., fish.farm. απόθεμα ιχθύων; ιχθυαπόθεμα f
stocuri n
account. αποθέματα f; βιβλία απογραφών
stoc comercial n
environ. απόθεμα εμπόριο
stoc
: 30 phrases in 9 subjects
Chemistry2
Economics9
Environment4
Finances3
Forestry1
General2
Immigration and citizenship1
Microsoft6
Mineral products2