DictionaryForumContacts

   Romanian
Google | Forvo | +
consorțiu n
bank. κοινοπραξία τραπεζών; χρηματιστική συμφωνία; χρηματιστικός συνεταιρισμός; όμιλος τραπεζών
econ. κοινoπραξία
econ., transp., nautic. κοινοπραξία