DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
veículos motorizados
environ. αυτοκίνητο όχημα; όχημα με κινητήρα; αυτοκίνητο όχημα/όχημα με κινητήρα
veículo motorizado
econ. όχημα με κινητήρα
forestr. μηχανοκίνητο όχημα
veículos motorizados
: 4 phrases in 1 subject
Environment4