DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
trincheira n
gen. θέση σε χαράκωμα
agric. εγκατάστασις επί του εδάφους
transp. τάφρος; έκχωμα; όρυγμα
trincheira
: 16 phrases in 4 subjects
Agriculture6
Construction5
Forestry1
Transport4