Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Lithuanian
Maltese
Polish
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
travessa
adj.
coal.
εγκάρσιο
construct.
εγκάρσιοι πήχες
;
σχάρα πήχεων
;
οριζόντια δοκός
;
έλασμα
;
εγκάρσιος σύνδεσμος
;
πλάγιο δοκάρι
;
δοκάρι λοξό στον άξονα
;
εγκάρσιο δοκάρι
;
κάθετο δοκάρι
el.
βραχίωνας αναρτήσεως
industr., construct.
εγκάρσια δοκός
;
μεσόζευγμα
mater.sc., mech.eng.
οριζόντιο μεσόζευγμα
mech.eng.
οδηγός ατράκτου
;
τραβέρσα
;
βαγονέτο τροφοδότησης και πλήρωσης
;
δοκός γεφύρωσης διακένου βάσης τόρνου
;
μεσόζευξη
;
μπάρα ενίσχυσης
tech., industr., construct.
τελάρο
transp.
εγκάρσια δοκίδα
;
εγκάρσια διαδοκίδα του τροχαίου υλικού
;
ενδιάμεση διαδοκίδα του τροχαίου υλικού
transp., met.
στρωτήρας σιδηροδρομικών γραμμών
;
στρωτήρ
travessas
adj.
agric.
εγκάρσιοι δοκοί
;
τραβέρσες
travessa
:
76 phrases
in 8 subjects
Agriculture
3
Construction
5
Industry
11
Mechanic engineering
5
Municipal planning
1
Natural sciences
2
Technology
4
Transport
45
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips