DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
trépano n
gen. κοπίδιον; κοπτήρ
coal. τρυπάνι
med. τρύπανον; τρύπανον για οστά; οδοντιατρική φρέζα
transp. κοπτικό διάτρησης; κρουστικό τρύπανο
trépano
: 19 phrases in 4 subjects
Coal1
Mechanic engineering8
Medical6
Oil / petroleum4