DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
terriço n
agric. κοπρόχωμα; φυτικά αποσυντεθειμένα υπολείμματα
environ. φουσκί; κομπόστ; προϊόν ολικής ή μερικής αποικοδομήσεως; τεχνητή κόπρος; υλικό βιοαποικοδομήσεως
 Portuguese thesaurus
terriço n
environ. compost
terriço
: 2 phrases in 1 subject
Agriculture2