DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
tapa-poros
industr., construct. αναστολέας; αναστολή; σταμάτημα; επιφανειακή πλήρωση
industr., construct., chem. προκαταρκτικόν βερνίκιον; προκαταρκτικόν επίχρισμα συγκολλήσεως
tapar poros
industr., construct. εμφράσσω τους πόρους; κλείνω τους πόρους