Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Croatian
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Lithuanian
Maltese
Romanian
Russian
Slovak
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
talão
n
gen.
εισιτήριο επικοινωνίας
agric.
ξύλο αντικαταστάσεως
;
πρέμνον
agric., mech.eng.
πτέρνη
fin.
στέλεχος τίτλου που παρέχει το δικαίωμα λήψης νέων φύλλων τοκομεριδίων ή μερισματαποδείξεων
industr., construct.
φτέρνα και πλαϊνό μέρος φοντιού
industr., construct., chem.
Tακούνια
Mηχ.διαμαντέ
leath.
φορτάκι
;
φτέρνα
;
ενισχυμένη φτέρνα
;
φορτάκι με λουρί
market.
στέλεχος
transp., industr.
πτέρνα
transp., tech., law
χείλος επισώτρου
;
πτέρνα του ελαστικού
;
στεφάνη
;
στεφάνη ελαστικού
;
τακούνι
;
τσέρκι ελαστικού επισώτρου
;
χαλύβδινη επενδεδυμένη στεφάνη συγκράτησης ελαστικού επισώτρου
talão
livrete TIR
n
cust., transp., mil., grnd.forc.
στέλεχος
talão
:
74 phrases
in 9 subjects
Agriculture
6
Communications
7
Finances
2
General
3
Industry
26
Law
1
Mechanic engineering
3
Metallurgy
6
Transport
20
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips