DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
tabuado n
agric. σανίδωμακν.; πέτσωμα με επηγκενίδεςκν.; περίβλημα ξύλινου σκάφους
transp. σανίδα f
tabuado
: 1 phrase in 1 subject
Industry1