DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
suporte n
gen. ρυθμιζόμενη βάση; ρυθμιζόμενο υποστήριγμα
agric., industr., construct. τάκος
comp., MS υποστήριξη; υποστηρίζω
construct. στήριγμα
earth.sc., el. κάλυκας; λυχνολαβή
earth.sc., mech.eng. έδραση,στήριξη
el. υποδοχή λαμπτήρα; υποστήριξη του νήματος; υποδοχή; αγώγιμη βάση; στήριγμα κρυστάλλου; λυχνιολαβή
fin. στήριξη; σημείο ανάκαμψης τιμών; σημείο στήριξης τιμών
industr. ύφανσιμο προϊόν ενίσχυσης
industr., construct. ενίσχυση; υποστήριγμα; κύλινδρος; μασούρι κυλινδρικό; έδρανο; βάθρο; φορέας; σκελετός
industr., construct., chem. υλικό στήριξης
IT, el. πρίζα
life.sc. βάση επίστρωσης
mech.eng. πόδι-υποδοχέας; συγκρατητής
med., pharma. ικρίωμα
mun.plan. κονσόλα
stat. πεδίο ορισμού
stat., scient. πλαίσιο
tech., industr., construct. μορφή φορέα συσκευασίας; βάση
transp. σαμπάνι ανάρτησης
suporte de uma máquina n
forestr. πόδι μηχανήματος
suportes n
construct. σκελετός
suporte
: 949 phrases in 38 subjects
Agriculture32
Astronautics2
Brazil7
Chemistry23
Communications67
Construction4
Cultural studies9
Earth sciences14
Economy6
Education7
Electronics66
Environment3
Finances6
Forestry2
General10
Health care5
Hobbies and pastimes3
Industry57
Information technology158
Labor law1
Law8
Life sciences5
Materials science18
Mathematics1
Mechanic engineering127
Medical7
Metallurgy28
Microsoft25
Municipal planning7
Natural sciences7
Nuclear physics1
Politics1
Religion1
Statistics1
Technology100
Textile industry1
Transport123
Work flow6