DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
sumário adj.
gen. διοικητική σύνοψη; εκτελεστική περίληψη; συνοπτική περίληψη
Braz., comp., MS πίνακας περιεχομένων
commun. σύντομος κατάλογος περιεχομένων; περίληψη
commun., IT αρχικός πίνακας επιλογής
sumário
: 31 phrases in 14 subjects
Chemistry1
Communications3
Customs3
Finances1
General3
Health care1
Human rights activism6
Labor law1
Law3
Medical1
Politics3
Transport1
United Nations1
Work flow3