DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
subscritor adj.
comp., MS συνδρομητής
el. συμβεβλημένος πελάτης
fin. προεγγραφόμενος για αγορά μετοχών
fin., tech. εγγραφόμενος; πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές
law, commun., IT πελάτης
subscritor
: 47 phrases in 8 subjects
Communications26
Economy1
Finances2
General1
Insurance7
Law3
Microsoft3
Statistics4