DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
serapilheira n
industr., construct. πανί για σάκκους άμμου; ύφασμα συσκευασίας; ύφασμα για τον καθαρισμό πατωμάτων; λιάτσα σάκων; κν.σφουγγαρόπανο