DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
saibro n
construct. λεπτόκοκκο υλικό για υδατόπηκτο σκυρωτό
transp., construct. σκυρόστρωση; λιθόδεμα; σκυρόστρωμα
saibro
: 5 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Construction1
Environment2
General1