DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
respiradouro n
agric. σωλήνας υπερχείλισης
industr., construct., met. εξαέρωση
mech.eng. οπή αναπνοής; οπή εξαερισμού
met. τρύπα εξαερισμού
transp., avia., mech.eng. διέξοδος αερισμού
respiradouros n
agric. ανοίγματα αερισμού; ανοίγματα εξαερισμού
respiradouro
: 2 phrases in 2 subjects
Electronics1
Mechanic engineering1