Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
resistência à
|
compressão
compressão
gen.
συσσώρευση
;
συμπίεση με ελκυστήρα
;
συμπίεση χόρτου
;
συμπύκνωση χορτονομής
environ.
συμπίεση
life.sc. coal.
σύνθλιψη
med.
πίεση
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips