Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
resistência à
|
água
água
econ.
νερό
environ.
έκθεση των υδάτων σε κίνδυνο
;
νερό
industr.
υδατώδες
águas
environ.
νερό
;
στατιστική σχετικά με τα ύδατα
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips