DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
relevo n
construct. τοπική διόγκωση
fin. ανάγλυφο
IT Ανάγλυφη αποτύπωση
met. ανάγλυφος
transp., mech.eng. έκκεντρο; νεύρωση χυτευτού εξαρτήματος; ομφαλός χυτευτού για τρύπημα; προεξοχή
relevo geografia n
environ. ανάγλυφο του εδάφους; διαμόρφωση εδάφους
relevar v
commun. τυπώνω; αποτυπώνω; εντυπώνω; κάνω ανάγλυφο
relevo
: 98 phrases in 15 subjects
Agriculture1
Chemistry10
Communications14
Cultural studies9
Earth sciences4
Environment1
General3
Industry28
Law1
Life sciences18
Metallurgy2
Natural sciences1
Technology3
Textile industry1
Transport2