DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
rampa n
agric. ιστός ψεκασμού
commun., mech.eng. πρανές
construct., mun.plan. κεκλιμένο επίπεδο; ράμπα; ράμπα πρόσβασης
earth.sc. ποσοστό κλίσης; κλίση επί τοις %
el. διάκλιση
environ. πρανές/κλιτύς
law, transp., construct. ανωφέρεια
nucl.pow. μεταβλητό φορτίο
transp. βαθμίδα; κλίση
transp., construct. γραμμή καθυστερήσεως; κατωφέρεια,κλίσις,κλιτύς,πλαγιά
transp., nautic., fish.farm. κεκλιμένη πρύμνη; ράμπα πρύμνηςκν.
rampa
: 158 phrases in 21 subjects
Agriculture48
Brazil1
Chemistry1
Coal1
Construction12
Earth sciences12
Electronics4
Fish farming pisciculture3
Forestry2
General2
Industry6
Information technology1
Insurance1
Law1
Materials science6
Mechanic engineering16
Metallurgy4
Natural sciences1
Scientific1
Technology3
Transport32