DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
rainout n
environ. έκπλυση; κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής; έκπλυση/κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής