DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
racha n
agric., industr., construct. σχισμή διαμπερής,ρωγμή διεισδύουσα
industr., construct., mech.eng. ρωγμή; θραύση μικρής έκτασης
industr., construct., met. σχισμή; χαραγή; ράγισμα
life.sc. σχάση φλοιού λόγω παγετού
met. διάσπαση; σχίσιμο
racha
: 1 phrase in 1 subject
Industry1