DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
queda adj.
gen. πτώση
construct. αναβαθμός
fin. απότομη πτώση τιμών
forestr. τυχαία πτώση
lab.law. πτώση στο ίδιο επίπεδο
transp. ανατροπή; σημαντική απόκλιση γυροσκοπίου από την κάθετο
transp., construct. επικλινής πτώσις,ή διώρυξ ισχυράς κλίσεως
queda
: 217 phrases in 25 subjects
Agriculture19
Brazil1
Chemistry7
Coal5
Construction6
Earth sciences11
Economy2
Electronics30
Energy industry1
Environment2
Finances5
Forestry1
General6
Health care7
Industry4
Life sciences3
Materials science8
Mechanic engineering43
Medical10
Metallurgy1
Mineral products1
Natural sciences4
Taxes1
Technology8
Transport31