DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
pulverizador adj.
agric. ραντιστήρας; ραντιστήρι; γεωργικός ψεκαστήρας
commer. καταιονητήρας; σύστημα καταιονισμού
earth.sc. συσκευή ραντισμού σκόνης; ψεκαστήρας σκόνης
industr., construct., met. καυστήρας πετρελαίου
mater.sc. διασκορπισμένη βολή
mech.eng. ψεκαστήρας; ζιγκλέρ; συσκευή ψεκασμού
mun.plan., earth.sc. εκτοξευτήρας; ακροφύσιο ψεκασμού
transp. ακροφύσιο
pulverizadora adj.
agric. κονιορτοποιητική σβάρνα
pulverizador
: 138 phrases in 12 subjects
Agriculture78
Environment1
Finances2
General1
Industry11
Materials science5
Mechanic engineering29
Metallurgy1
Municipal planning2
Natural sciences5
Pharmacy and pharmacology2
Transport1