DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
protuberância n
mech.eng. διεύρυνση κεφαλής κοπτικού οδόντος φρέζας με κύλιση πρώτου περάσματος
mech.eng., construct. ομφαλός; πλήμνη
med., life.sc. γέφυρα
protuberâncias n
met. προεκβολή
protuberância
: 9 phrases in 4 subjects
Industry1
Life sciences3
Medical4
Metallurgy1