DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
noun | verb
prospecto n
commun. προσπέκτους; διαφημιστικό έντυπο
fin. ενημερωτικό δελτίο; ενημερωτικό φυλλάδιο έκδοσης
prospectar v
Braz., comp., MS προοπτική