DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
propulsor adj.
environ. προωθητικό μέσο/προωστική ύλη; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη
food.ind., chem. προωστικός παράγων
transp. κινητήρας; μηχανή
propulsores adj.
environ. προωστική ύλη; προωθητικό; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη
propulsor
: 53 phrases in 12 subjects
Agriculture1
Astronautics2
Chemistry4
Earth sciences2
Electronics2
Environment8
Food industry1
Industry4
Life sciences2
Mechanic engineering10
Natural sciences1
Transport16