| |||
φυτό αμπέλου | |||
μητρικό υλικό | |||
υλικό αγενούς πολλαπλασιασμού; αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό | |||
μηχανισμός άμυνας (bulbillus, gemma prolifera, propago); μπουμπούκι (bulbillus, gemma prolifera, propago); οφθαλμός (bulbillus, gemma prolifera, propago); αυξητικός μηχανισμός (bulbillus, gemma prolifera, propago) | |||
| |||
φυτά προς φύτευση |
propágulo : 4 phrases in 3 subjects |
Agriculture | 2 |
Natural resourses and wildlife conservation | 1 |
Politics | 1 |