DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
propágulo n
agric. φυτό αμπέλου
forestr. μητρικό υλικό
life.sc., agric., forestr. υλικό αγενούς πολλαπλασιασμού; αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό
nat.res. μηχανισμός άμυνας (bulbillus, gemma prolifera, propago); μπουμπούκι (bulbillus, gemma prolifera, propago); οφθαλμός (bulbillus, gemma prolifera, propago); αυξητικός μηχανισμός (bulbillus, gemma prolifera, propago)
propágulos n
med. φυτά προς φύτευση
propágulo
: 4 phrases in 3 subjects
Agriculture2
Natural resourses and wildlife conservation1
Politics1