DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
prestação pecuniária
empl. οικονομική συνδρομή
insur. παροχή εις χρήμα
insur., social.sc., sociol. χρηματική παροχή; παροχή εις είδος; παροχές σε χρήμα; χρηματική αποζημίωση
social.sc. παροχή σε χρήματα
prestação pecuniária
: 4 phrases in 2 subjects
Law1
Social science3