DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
prega n
gen. ελάττωμα
industr., construct. συστατικό ύφασμα; λινό ελαστικών αυτοκινήτων
industr., construct., chem. Kατσάρωμα
industr., construct., met. αναδίπλωση επιφάνειας γυαλιού
med. αναδίπλωσις
met. πτυχή; σούφρα
prega
: 72 phrases in 7 subjects
Health care2
Industry12
Information technology1
Leather2
Medical50
Metallurgy2
Technology3