DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
precursor adj.
chem. πρόδρομη ουσία
earth.sc. πρόδρομο υλικό; μητρικό νουκλίδιο
el. προδρομικό υλικό
med. πρόδρομος
pharma., chem. πρόδρομος ουσία' πρόδρομο χημικό προϊόν
precursores
: 41 phrases in 13 subjects
Chemistry7
Commerce1
Earth sciences5
Environment3
General9
Health care4
Immigration and citizenship1
Industry1
Law3
Life sciences3
Medical2
Social science1
Transport1